- ἀποτρέπει
- ἀποτρέπωturn away frompres ind mp 2nd sgἀποτρέπωturn away frompres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αντίψυχο — Στη λαϊκή παράδοση, α. είναι το μαγικό βότανο που χαρίζει τη ζωή και αποτρέπει τον θάνατο. Το α. ονομάζεται και ψυχοβότανο ή μαγιοβότανο. Χαρακτηριστική είναι η φράση έφαγε α. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το α. είναι το φως του καντηλιού ή του κεριού… … Dictionary of Greek
αποτρεπτικός — ή, ό (AM ἀποτρεπτικός, ή, όν) ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον … Dictionary of Greek
αστραπηλάτης — ἀστραπηλάτης, ο (Μ) αυτός που αποτρέπει, που αποδιώχνει τις αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + ηλάτης < ελαύνω «ωθώ, επέρχομαι, απομακρύνω»] … Dictionary of Greek
ελάσιος — ἐλάσιος, α, ον και ἐλάσιος, ον (Α) αυτός που διώχνει, που αποτρέπει ή θεραπεύει την επιληψία … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek